Dictionary of Greek. 2013.
κρατυσμός — strength masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυσμός — ο, ΝΑ [παχύνω] 1. πάχυνση, πάχος 2. πάχυσμα, πύκνωση αρχ. κρατυσμός*. ισχυροποίηση, δυνάμωμα … Dictionary of Greek