κρατυσμός

κρατυσμός
κρατυσμός, ὁ (Α) [κρατύνω]
ισχυροποίηση, ενδυνάμωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρατυσμός — strength masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυσμός — ο, ΝΑ [παχύνω] 1. πάχυνση, πάχος 2. πάχυσμα, πύκνωση αρχ. κρατυσμός*. ισχυροποίηση, δυνάμωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”